αφάγωτος

αφάγωτος
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει φάει, ο νηστικός
2. αυτός που δεν έχει φαγωθεί
3. ακατάλληλος να φαγωθεί
4. εκείνος που δεν έχει καταναλωθεί ή ξοδευτεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αφάγωτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έφαγε, ο νηστικός: Κάθισε να φάει, γιατί ήταν αφάγωτος. 2. αυτός που δε φαγώθηκε: Βρήκε το φαγητό όπως το είχε αφήσει, αφάγωτο. 3. αυτός που δεν ξοδεύτηκε, δεν καταναλώθηκε: Αυτόν μην τον κλαις, έχει την προίκα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άβρωτος — ἄβρωτος, ον (Α) 1. ο ακατάλληλος για φάγωμα 2. (με παθ. σημ.) αυτός που δεν φαγώθηκε, αφάγωτος 3. (με ενεργ. σημ.) αυτός που δεν έχει φάει, αφάγωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + βρωτός < βιβρώσκω] …   Dictionary of Greek

  • αγευμάτιστος — η, ο [γευματίζω] αυτός που δεν γευμάτισε, νηστικός, αφάγωτος …   Dictionary of Greek

  • αμπούκωτος — η, ο [μπουκώνω] 1. αυτός που δεν μπουκώθηκε, δεν γέμισε το στόμα του με μπουκιές 2. αφάγωτος, αδωροδόκητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”